Translation meaning & definition of the word "stability" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σταθερότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stability
[Σταθερότητα]/stəbɪlɪti/
noun
1. The quality or attribute of being firm and steadfast
- synonym:
- stability ,
- stableness
1. Η ποιότητα ή το χαρακτηριστικό του να είσαι σταθερός και σταθερός
- συνώνυμο:
- σταθερότητα ,
- μαχαίρι
2. A stable order (especially of society)
- synonym:
- stability
2. Μια σταθερή τάξη (ειδικά της κοινωνίας)
- συνώνυμο:
- σταθερότητα
3. The quality of being enduring and free from change or variation
- "Early mariners relied on the constancy of the trade winds"
- synonym:
- constancy ,
- stability
3. Η ποιότητα του να είσαι διαρκής και απαλλαγμένος από αλλαγή ή παραλλαγή
- "Οι πρώτοι ναυτικοί βασίζονταν στη σταθερότητα των εμπορικών ανέμων"
- συνώνυμο:
- σταθερότητα
Examples of using
The stability of Chinese economy is substantially overestimated.
Η σταθερότητα της κινεζικής οικονομίας υπερεκτιμάται σημαντικά.
The most essential for our people are unity, interethnic consent, and political stability.
Το πιο σημαντικό για τους ανθρώπους μας είναι η ενότητα, η διεθνική συγκατάθεση και η πολιτική σταθερότητα.