Translation meaning & definition of the word "stabbing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σφυρηλάτηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stabbing
[Σταματώ]/stæbɪŋ/
adjective
1. Causing physical or especially psychological injury
- "A stabbing remark"
- "Wounding and false charges of disloyalty"
- synonym:
- stabbing ,
- wounding
1. Προκαλώντας σωματικές ή ιδιαίτερα ψυχολογικές βλάβες
- "Μια μαχαιριά"
- "Φτωχές και ψευδείς κατηγορίες απιστίας"
- συνώνυμο:
- μαχαιρώνω ,
- τραυματισμό
2. Painful as if caused by a sharp instrument
- "A cutting wind"
- "Keen winds"
- "Knifelike cold"
- "Piercing knifelike pains"
- "Piercing cold"
- "Piercing criticism"
- "A stabbing pain"
- "Lancinating pain"
- synonym:
- cutting ,
- keen ,
- knifelike ,
- piercing ,
- stabbing ,
- lancinate ,
- lancinating
2. Επώδυνη σαν να προκαλείται από ένα αιχμηρό όργανο
- "Ένας αέρας κοπής"
- "Καυτοί άνεμοι"
- "Κνιφελικό κρύο"
- "Διεγερτικοί πόνοι"
- "Κρύο"
- "Επιβαρυντική κριτική"
- "Ένας πόνος μαχαιριού"
- "Χαλαρώνοντας τον πόνο"
- συνώνυμο:
- κοπή ,
- ενθουσιώδης ,
- παραπονεμένοσ ,
- διάτρηση ,
- μαχαιρώνω ,
- λανκινώ ,
- λανκαρίσματοσ