Translation meaning & definition of the word "squirrel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκουρέλι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Squirrel
[Σκίουρος]/skwərəl/
noun
1. A kind of arboreal rodent having a long bushy tail
- synonym:
- squirrel
1. Ένα είδος δενδρώδους τρωκτικού που έχει μια μακριά θαμνώδη ουρά
- συνώνυμο:
- σκίουρος
2. The fur of a squirrel
- synonym:
- squirrel
2. Η γούνα ενός σκίουρου
- συνώνυμο:
- σκίουρος
Examples of using
I saw an albino squirrel today.
Είδα έναν σκίουρο αλμπίνο σήμερα.
Maria didn’t suspect that "Tom", her pen-friend, with whom she had been corresponding for months over the Internet and whom she secretly loved, without ever having met him, was actually a super-intelligent squirrel.
Η Μαρία υποψιάστηκε ότι "Τομ", η φίλη της με την οποία αντιστοιχούσε για μήνες στο Διαδίκτυο και τον αγαπούσε κρυφά, χωρίς να τον γνωρίσει, στην πραγματικότητα ήταν ένας υπερ-ευφυής σκίουρος.
The dog is running after the squirrel.
Ο σκύλος τρέχει μετά τον σκίουρο.