Translation meaning & definition of the word "squint" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σεισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Squint
[Στολίζω]/skwɪnt/
noun
1. Abnormal alignment of one or both eyes
- synonym:
- strabismus ,
- squint
1. Μη φυσιολογική ευθυγράμμιση του ενός ή και των δύο ματιών
- συνώνυμο:
- στραβισμόσ ,
- παραλύω
2. The act of squinting
- Looking with the eyes partly closed
- synonym:
- squint
2. Η πράξη του σπασίματος
- Κοιτάζοντας με τα μάτια εν μέρει κλειστά
- συνώνυμο:
- παραλύω
verb
1. Cross one's eyes as if in strabismus
- "The children squinted so as to scare each other"
- synonym:
- squint ,
- squinch
1. Σταυρώστε τα μάτια κάποιου σαν στο στραβισμό
- "Τα παιδιά τρόμαξαν το ένα το άλλο"
- συνώνυμο:
- παραλύω ,
- τραγανίζω
2. Be cross-eyed
- Have a squint or strabismus
- synonym:
- squint
2. Είμαι σταυροειδής
- Έχετε ένα στραβισμό ή στραβισμό
- συνώνυμο:
- παραλύω
3. Partly close one's eyes, as when hit by direct blinding light
- "The driver squinted as the sun hit his windshield"
- synonym:
- squint
3. Εν μέρει κλείστε τα μάτια, όπως όταν χτυπηθείτε από το άμεσο τυφλό φως
- "Ο οδηγός συνθλίβεται καθώς ο ήλιος χτύπησε το παρμπρίζ του"
- συνώνυμο:
- παραλύω
adjective
1. (used especially of glances) directed to one side with or as if with doubt or suspicion or envy
- "Her eyes with their misted askance look"- elizabeth bowen
- "Sidelong glances"
- synonym:
- askance ,
- askant ,
- asquint ,
- squint ,
- squint-eyed ,
- squinty ,
- sidelong
1. (χρησιμοποιείται ιδιαίτερα για βλέμματα) κατευθυνόμενο στη μία πλευρά με ή σαν με αμφιβολία ή καχυποψία ή φθόνο
- "Τα μάτια της με την κακομαθημένη ερώτησή τους" - ελίζαμπεθ μπόουεν
- "Ανοιχτές ματιές"
- συνώνυμο:
- ερώτηση ,
- ερωτών ,
- ασκητή ,
- παραλύω ,
- περιπλανώμενοσ ,
- τραγανόσ
Examples of using
I have a bad squint.
Έχω ένα κακό σπαθί.