Translation meaning & definition of the word "squid" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υγρό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Squid
[Καλαμάρι]/skwɪd/
noun
1. (italian cuisine) squid prepared as food
- synonym:
- squid ,
- calamari ,
- calamary
1. (ιταλική κουζίνα) καλαμάρι παρασκευασμένο ως τρόφιμο
- συνώνυμο:
- καλαμάρι
2. Widely distributed fast-moving ten-armed cephalopod mollusk having a long tapered body with triangular tail fins
- synonym:
- squid
2. Ευρέως κατανεμημένο μαλάκιο δέκα οπλισμένων κεφαλοπόδων που έχει ένα μακρύ κωνικό σώμα με τριγωνικά πτερύγια ουράς
- συνώνυμο:
- καλαμάρι
Examples of using
How many arms does a squid have?
Πόσα χέρια έχει ένα καλαμάρι?