Translation meaning & definition of the word "squeeze" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σεισμός" στην ελληνική γλώσσα
Squeeze
[Συμπιέζω]noun
1. The act of gripping and pressing firmly
- "He gave her cheek a playful squeeze"
- synonym:
- squeeze ,
- squeezing
1. Η πράξη της πίεσης και της σταθερής
- "Της έδωσε ένα μάγουλο μια παιχνιδιάρικη συμπίεση"
- συνώνυμο:
- συμπιέζω ,
- συμπίεση
2. A state in which there is a short supply of cash to lend to businesses and consumers and interest rates are high
- synonym:
- credit crunch ,
- liquidity crisis ,
- squeeze
2. Μια κατάσταση στην οποία υπάρχει μια σύντομη προσφορά μετρητών για να δανειστούν σε επιχειρήσεις και καταναλωτές και τα επιτόκια είναι
- συνώνυμο:
- πιστωτική κρίση ,
- κρίση ρευστότητας ,
- συμπιέζω
3. A situation in which increased costs cannot be passed on to the customer
- "Increased expenses put a squeeze on profits"
- synonym:
- squeeze
3. Μια κατάσταση στην οποία το αυξημένο κόστος δεν μπορεί να μεταβιβαστεί στον πελάτη
- "Οι αυξημένες δαπάνες πιέζουν τα κέρδη"
- συνώνυμο:
- συμπιέζω
4. (slang) a person's girlfriend or boyfriend
- "She was his main squeeze"
- synonym:
- squeeze
4. (σλάνγκ) η φίλη ή ο φίλος ενός ατόμου
- "Ήταν η κύρια συμπίεση του"
- συνώνυμο:
- συμπιέζω
5. A twisting squeeze
- "Gave the wet cloth a wring"
- synonym:
- squeeze ,
- wring
5. Μια συμπίεση στρίψιμο
- "Έδωσε στο υγρό πανί ένα στρίψιμο"
- συνώνυμο:
- συμπιέζω ,
- στύψιμο
6. An aggressive attempt to compel acquiescence by the concentration or manipulation of power
- "She laughed at this sexual power play and walked away"
- synonym:
- power play ,
- squeeze play ,
- squeeze
6. Μια επιθετική προσπάθεια να αναγκαστεί η συγκατάθεση με τη συγκέντρωση ή το χειρισμό της εξουσίας
- "Γέλασε με αυτό το παιχνίδι σεξουαλικής δύναμης και έφυγε"
- συνώνυμο:
- παιχνίδι δύναμης ,
- παιχνίδι ,
- συμπιέζω
7. A tight or amorous embrace
- "Come here and give me a big hug"
- synonym:
- hug ,
- clinch ,
- squeeze
7. Μια σφιχτή ή ερωτική αγκαλιά
- "Έλα εδώ και δώσε μου μια μεγάλη αγκαλιά"
- συνώνυμο:
- αγκαλιάζω ,
- στερεό ,
- συμπιέζω
8. The act of forcing yourself (or being forced) into or through a restricted space
- "Getting through that small opening was a tight squeeze"
- synonym:
- squeeze
8. Η πράξη του να αναγκάσετε τον εαυτό σας ( να αναγκαστεί) μέσα ή μέσα από έναν περιορισμένο χώρο
- "Το να περάσεις από αυτό το μικρό άνοιγμα ήταν μια σφιχτή συμπίεση"
- συνώνυμο:
- συμπιέζω
verb
1. To compress with violence, out of natural shape or condition
- "Crush an aluminum can"
- "Squeeze a lemon"
- synonym:
- squash ,
- crush ,
- squelch ,
- mash ,
- squeeze
1. Να συμπιέζεται με βία, από φυσικό σχήμα ή κατάσταση
- "Συντρίψτε ένα δοχείο αλουμινίου"
- "Πιάσε ένα λεμόνι"
- συνώνυμο:
- τσαμπιά ,
- συντρίβω ,
- τσαλακώνω ,
- πολτοποίηση ,
- συμπιέζω
2. Press firmly
- "He squeezed my hand"
- synonym:
- squeeze
2. Πιέστε σταθερά
- "Σφίγγει το χέρι μου"
- συνώνυμο:
- συμπιέζω
3. Squeeze like a wedge into a tight space
- "I squeezed myself into the corner"
- synonym:
- wedge ,
- squeeze ,
- force
3. Συμπιέστε σαν σφήνα σε ένα σφιχτό χώρο
- "Στριμώχνομαι στη γωνία"
- συνώνυμο:
- σφήνα ,
- συμπιέζω ,
- δύναμη
4. To cause to do through pressure or necessity, by physical, moral or intellectual means :"she forced him to take a job in the city"
- "He squeezed her for information"
- synonym:
- coerce ,
- hale ,
- squeeze ,
- pressure ,
- force
4. Να κάνει μέσω πίεσης ή αναγκαιότητας, με σωματικά, ηθικά ή πνευματικά μέσα: "τον ανάγκασε να πάρει δουλειά στην πόλη"
- "Την έσφιξε για πληροφορίες"
- συνώνυμο:
- εξαναγκάζω ,
- αλήτησ ,
- συμπιέζω ,
- πίεση ,
- δύναμη
5. Obtain by coercion or intimidation
- "They extorted money from the executive by threatening to reveal his past to the company boss"
- "They squeezed money from the owner of the business by threatening him"
- synonym:
- extort ,
- squeeze ,
- rack ,
- gouge ,
- wring
5. Αποκτήστε με εξαναγκασμό ή εκφοβισμό
- "Απέσπασαν χρήματα από την εκτελεστική εξουσία απειλώντας να αποκαλύψουν το παρελθόν του στο αφεντικό της εταιρείας"
- "Συμπίεσαν χρήματα από τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης απειλώντας τον"
- συνώνυμο:
- εκβάλλω ,
- συμπιέζω ,
- ράφι ,
- γκουζ ,
- στύψιμο
6. Press or force
- "Stuff money into an envelope"
- "She thrust the letter into his hand"
- synonym:
- thrust ,
- stuff ,
- shove ,
- squeeze
6. Πρέσα ή δύναμη
- "Βάλτε τα χρήματα σε ένα φάκελο"
- "Έβαλε το γράμμα στο χέρι του"
- συνώνυμο:
- ώθηση ,
- πράγματα ,
- ανακατώνω ,
- συμπιέζω
7. Squeeze tightly between the fingers
- "He pinched her behind"
- "She squeezed the bottle"
- synonym:
- pinch ,
- squeeze ,
- twinge ,
- tweet ,
- nip ,
- twitch
7. Πιέστε σφιχτά ανάμεσα στα δάχτυλα
- "Την τσίμπησε πίσω"
- "Σφίγγει το μπουκάλι"
- συνώνυμο:
- τσίμπημα ,
- συμπιέζω ,
- τουίνγκ ,
- τουίτ ,
- νιπ ,
- σπάζω
8. Squeeze (someone) tightly in your arms, usually with fondness
- "Hug me, please"
- "They embraced"
- "He hugged her close to him"
- synonym:
- embrace ,
- hug ,
- bosom ,
- squeeze
8. Συμπιέστε (αιμον) σφιχτά στα χέρια σας, συνήθως με αγάπη
- "Αγκάλιασέ με, σε παρακαλώ"
- "Αγκάλιασαν"
- "Την αγκάλιασε κοντά του"
- συνώνυμο:
- αγκαλιάζω ,
- βόσομαι ,
- συμπιέζω
9. Squeeze or press together
- "She compressed her lips"
- "The spasm contracted the muscle"
- synonym:
- compress ,
- constrict ,
- squeeze ,
- compact ,
- contract ,
- press
9. Πιέστε ή πιέστε μαζί
- "Συμπίεσε τα χείλη της"
- "Ο σπασμός προσβλήθηκε από το μυ"
- συνώνυμο:
- συμπιέζω ,
- συσφίγγω ,
- συμπαγής ,
- σύμβαση ,
- πατήστε