Translation meaning & definition of the word "squeamish" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κληρονομιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Squeamish
[Σκεαμικόσ]/skwimɪʃ/
adjective
1. Excessively fastidious and easily disgusted
- "Too nice about his food to take to camp cooking"
- "So squeamish he would only touch the toilet handle with his elbow"
- synonym:
- dainty ,
- nice ,
- overnice ,
- prissy ,
- squeamish
1. Υπερβολικά επιτηδευμένος και εύκολα αηδιασμένος
- "Πολύ ωραίο για το φαγητό του για να πάρει στην κατασκήνωση μαγείρεμα"
- "Τόσο χαλαρός θα άγγιζε μόνο τη λαβή της τουαλέτας με τον αγκώνα του"
- συνώνυμο:
- ανόητοσ ,
- ωραίος ,
- υπερβολή ,
- ακριβόσ ,
- τσιρίζω