Translation meaning & definition of the word "squeal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κληρική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Squeal
[Σκελετικόσ]/skwil/
noun
1. A high-pitched howl
- synonym:
- squeal
1. Ένα υψηλό τρανταχτό ουρλιαχτό
- συνώνυμο:
- πένθος
verb
1. Utter a high-pitched cry, characteristic of pigs
- synonym:
- squeal ,
- oink
1. Προφέρετε μια υψηλή κραυγή, χαρακτηριστικό των χοίρων
- συνώνυμο:
- πένθος ,
- ουνκ
2. Confess to a punishable or reprehensible deed, usually under pressure
- synonym:
- confess ,
- squeal ,
- fink
2. Ομολογήστε μια τιμωρητέα ή κατακριτέα πράξη, συνήθως υπό πίεση
- συνώνυμο:
- ομολογώ ,
- πένθος ,
- παραπονιέμαι