Translation meaning & definition of the word "squeaky" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κλασικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Squeaky
[Σκεακιάρης]/skwiki/
adjective
1. Having or making a high-pitched sound such as that made by a mouse or a rusty hinge
- synonym:
- screaky ,
- screechy ,
- squeaking ,
- squeaky ,
- squealing
1. Έχοντας ή κάνοντας έναν υψηλό ήχο όπως αυτός που γίνεται από ένα ποντίκι ή ένα σκουριασμένο μεντεσέ
- συνώνυμο:
- τραχύσ ,
- αναβλητικόσ ,
- τσιρίζω ,
- αποτέφρωση