Translation meaning & definition of the word "squatting" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συντριβή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Squatting
[Καταλήψεισ]/skwɑtɪŋ/
noun
1. Exercising by repeatedly assuming a crouching position with the knees bent
- Strengthens the leg muscles
- synonym:
- knee bend ,
- squat ,
- squatting
1. Άσκηση επανειλημμένα υποθέτοντας μια θέση με τα γόνατα λυγισμένα
- Ενισχύει τους μυς των ποδιών
- συνώνυμο:
- γονατιστή ,
- κατάληψη ,
- καταλήψεισ
2. The act of assuming or maintaining a crouching position with the knees bent and the buttocks near the heels
- synonym:
- squat ,
- squatting
2. Η πράξη της υπόθεσης ή της διατήρησης μιας στάσης με τα γόνατα λυγισμένα και τους γλουτούς κοντά στα τακούνια
- συνώνυμο:
- κατάληψη ,
- καταλήψεισ
Examples of using
He is squatting.
Καταλαμβάνει.
He is squatting.
Καταλαμβάνει.