Translation meaning & definition of the word "squatter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "διασκεύασμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Squatter
[Συντρίβω]/skwɑtər/
noun
1. Someone who settles lawfully on government land with the intent to acquire title to it
- synonym:
- squatter ,
- homesteader ,
- nester
1. Κάποιος που εγκαθίσταται νόμιμα σε κυβερνητική γη με την πρόθεση να αποκτήσει τίτλο σε αυτήν
- συνώνυμο:
- παραλύω ,
- ενοικιαστήσ ,
- νέστερ
2. Someone who settles on land without right or title
- synonym:
- squatter
2. Κάποιος που εγκαθίσταται στη γη χωρίς δικαίωμα ή τίτλο
- συνώνυμο:
- παραλύω