Translation meaning & definition of the word "squarely" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τετραγωνικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Squarely
[Τετράγωνα]/skwɛrli/
adverb
1. Directly and without evasion
- Not roundabout
- "To face a problem squarely"
- "The responsibility lies squarely with them"
- "Spoke forthright (or forthrightly) and to the point"
- synonym:
- squarely ,
- forthrightly ,
- forthright
1. Άμεσα και χωρίς φοροδιαφυγή
- Όχι κυκλικός
- "Για να αντιμετωπίσετε ένα πρόβλημα απόλυτα"
- "Η ευθύνη βαραίνει αποκλειστικά αυτούς"
- "Ανακάλυψε ευθέως ( ή ευθέως ) και στο σημείο"
- συνώνυμο:
- τετραγωνικά ,
- ειλικρινά ,
- ευθύς
2. In a straight direct way
- "Looked him squarely in the eye"
- "Ran square into me"
- synonym:
- squarely ,
- square
2. Με ευθύ τρόπο
- "Τον κοίταξε απλά στα μάτια"
- "Κατά τμήμα μου"
- συνώνυμο:
- τετραγωνικά ,
- τετράγωνο
3. Firmly and solidly
- "Hit the ball squarely"
- "The bat met the ball squarely"
- "Planted his great bulk square before his enemy"
- synonym:
- squarely ,
- square
3. Σταθερά και σταθερά
- "Χτύπησε την μπάλα τετραγωνικά"
- "Το ρόπαλο συνάντησε την μπάλα τετραγωνικά"
- "Φύτεψε το μεγάλο τετράγωνο του μπροστά στον εχθρό του"
- συνώνυμο:
- τετραγωνικά ,
- τετράγωνο
4. In a square shape
- "A squarely cut piece of paper"
- "Folded the sheet of paper square"
- synonym:
- squarely ,
- square
4. Σε τετράγωνο σχήμα
- "Ένα τετράγωνο κομμάτι χαρτί"
- "Διπλώσαμε το φύλλο του τετραγώνου εγγράφου"
- συνώνυμο:
- τετραγωνικά ,
- τετράγωνο
5. With firmness and conviction
- Without compromise
- "He stood foursquare for religious liberty and toleration"- c.g.bowers
- "Dealt straightforwardly with all issues"
- synonym:
- squarely ,
- foursquare ,
- straightforwardly
5. Με σταθερότητα και πεποίθηση
- Χωρίς συμβιβασμούς
- "Στάθηκε τετραγωνικός για τη θρησκευτική ελευθερία και την ανελέητο"- σ.γ.μπους
- "Συζητήστε απλά με όλα τα θέματα"
- συνώνυμο:
- τετραγωνικά ,
- τετράγωνο ,
- ευθέωσ