Translation meaning & definition of the word "square" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τετράγωνο" στην ελληνική γλώσσα
Square
[Πλατεία]noun
1. (geometry) a plane rectangle with four equal sides and four right angles
- A four-sided regular polygon
- "You can compute the area of a square if you know the length of its sides"
- synonym:
- square ,
- foursquare
1. (γεωμετρία) ορθογώνιο επίπεδο με τέσσερις ίσες πλευρές και τέσσερις ορθές γωνίες
- Ένα τετράπλευρο κανονικό πολύγωνο
- "Μπορείτε να υπολογίσετε την περιοχή ενός τετραγώνου εάν γνωρίζετε το μήκος των πλευρών του"
- συνώνυμο:
- τετράγωνο
2. The product of two equal terms
- "Nine is the second power of three"
- "Gravity is inversely proportional to the square of the distance"
- synonym:
- square ,
- second power
2. Το προϊόν δύο ίσων όρων
- "Εννέα είναι η δεύτερη δύναμη των τριών"
- "Η βαρύτητα είναι αντιστρόφως ανάλογη με το τετράγωνο της απόστασης"
- συνώνυμο:
- τετράγωνο ,
- δεύτερη δύναμη
3. An open area at the meeting of two or more streets
- synonym:
- public square ,
- square
3. Ανοιχτός χώρος στη συνάντηση δύο ή περισσοτέρων δρόμων
- συνώνυμο:
- δημόσια πλατεία ,
- τετράγωνο
4. Something approximating the shape of a square
- synonym:
- square
4. Κάτι που προσεγγίζει το σχήμα ενός τετραγώνου
- συνώνυμο:
- τετράγωνο
5. Someone who doesn't understand what is going on
- synonym:
- square ,
- lame
5. Κάποιος που δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει
- συνώνυμο:
- τετράγωνο ,
- κουτσομπολεύω
6. A formal and conservative person with old-fashioned views
- synonym:
- square ,
- square toes
6. Ένα επίσημο και συντηρητικό άτομο με παλιομοδίτικες απόψεις
- συνώνυμο:
- τετράγωνο ,
- τετράγωνα δάχτυλα
7. Any artifact having a shape similar to a plane geometric figure with four equal sides and four right angles
- "A checkerboard has 64 squares"
- synonym:
- square
7. Οποιοδήποτε τεχνούργημα έχει σχήμα παρόμοιο με ένα επίπεδο γεωμετρικό σχήμα με τέσσερις ίσες πλευρές και τέσσερις ορθές γωνίες
- "Ένας πίνακας ελέγχου έχει 64 τετράγωνα"
- συνώνυμο:
- τετράγωνο
8. A hand tool consisting of two straight arms at right angles
- Used to construct or test right angles
- "The carpenter who built this room must have lost his square"
- synonym:
- square
8. Ένα εργαλείο χειρός που αποτελείται από δύο ίσια χέρια σε ορθές γωνίες
- Χρησιμοποιημένος για να κατασκευάσει ή να εξετάσει τις ορθές γωνίες
- "Ο ξυλουργός που έχτισε αυτό το δωμάτιο πρέπει να έχει χάσει την πλατεία του"
- συνώνυμο:
- τετράγωνο
verb
1. Make square
- "Square the circle"
- "Square the wood with a file"
- synonym:
- square ,
- square up
1. Κάνω τετράγωνο
- "Τετράγωνο κύκλο"
- "Τετράγωνο το ξύλο με ένα αρχείο"
- συνώνυμο:
- τετράγωνο
2. Raise to the second power
- synonym:
- square
2. Ανέβα στη δεύτερη δύναμη
- συνώνυμο:
- τετράγωνο
3. Cause to match, as of ideas or acts
- synonym:
- square
3. Αιτία να ταιριάζει, από ιδέες ή πράξεις
- συνώνυμο:
- τετράγωνο
4. Position so as to be square
- "He squared his shoulders"
- synonym:
- square
4. Θέση για να είναι τετράγωνη
- "Τετράγωνο τους ώμους του"
- συνώνυμο:
- τετράγωνο
5. Be compatible with
- "One idea squares with another"
- synonym:
- square
5. Να είστε συμβατοί με
- "Μια ιδέα τετραγωνίζεται με μια άλλη"
- συνώνυμο:
- τετράγωνο
6. Pay someone and settle a debt
- "I squared with him"
- synonym:
- square
6. Πληρώστε κάποιον και να διευθετήσει ένα χρέος
- "Τετράγωνο μαζί του"
- συνώνυμο:
- τετράγωνο
7. Turn the paddle
- In canoeing
- synonym:
- feather ,
- square
7. Γυρίστε το κουπί
- Στο κανό
- συνώνυμο:
- φτερό ,
- τετράγωνο
8. Turn the oar, while rowing
- synonym:
- feather ,
- square
8. Γυρίστε το κουπί, ενώ κωπηλατείτε
- συνώνυμο:
- φτερό ,
- τετράγωνο
adjective
1. Having four equal sides and four right angles or forming a right angle
- "A square peg in a round hole"
- "A square corner"
- synonym:
- square
1. Έχοντας τέσσερις ίσες πλευρές και τέσσερις ορθές γωνίες ή σχηματίζοντας μια ορθή γωνία
- "Ένα τετράγωνο μαχαίρι σε μια στρογγυλή τρύπα"
- "Μια τετράγωνη γωνία"
- συνώνυμο:
- τετράγωνο
2. Characterized by honesty and fairness
- "Straight dealing"
- "A square deal"
- synonym:
- straight ,
- square
2. Χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια και δικαιοσύνη
- "Ευθεία αντιμετώπιση"
- "Μια τετράγωνη συμφωνία"
- συνώνυμο:
- ευθεία ,
- τετράγωνο
3. Providing abundant nourishment
- "A hearty meal"
- "Good solid food"
- "Ate a substantial breakfast"
- "Four square meals a day"
- synonym:
- hearty ,
- satisfying ,
- solid ,
- square ,
- substantial
3. Παροχή άφθονης θρέψης
- "Ένα πλούσιο γεύμα"
- "Καλή στερεά τροφή"
- "Πάρτε ένα σημαντικό πρωινό"
- "Τέσσερα τετραγωνικά γεύματα την ημέρα"
- συνώνυμο:
- εγκάρσιος ,
- ικανοποιητικός ,
- στερεό ,
- τετράγωνο ,
- σημαντικός
4. Leaving no balance
- "My account with you is now all square"
- synonym:
- square(p)
4. Χωρίς να αφήνεις ισορροπία
- "Ο λογαριασμός μου μαζί σας είναι τώρα όλα τετράγωνα"
- συνώνυμο:
- τετράγ()<TAG1>
5. Without evasion or compromise
- "A square contradiction"
- "He is not being as straightforward as it appears"
- synonym:
- square(a) ,
- straightforward ,
- straight
5. Χωρίς αποφυγή ή συμβιβασμό
- "Μια τετραγωνική αντίφαση"
- "Δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται"
- συνώνυμο:
- τετράγ() ,
- απλός ,
- ευθεία
6. Rigidly conventional or old-fashioned
- synonym:
- square ,
- straight
6. Άκαμπτα συμβατικά ή παλιομοδίτικα
- συνώνυμο:
- τετράγωνο ,
- ευθεία
adverb
1. In a straight direct way
- "Looked him squarely in the eye"
- "Ran square into me"
- synonym:
- squarely ,
- square
1. Με ευθύ τρόπο
- "Τον κοίταξε απλά στα μάτια"
- "Κατά τμήμα μου"
- συνώνυμο:
- τετραγωνικά ,
- τετράγωνο
2. In a square shape
- "A squarely cut piece of paper"
- "Folded the sheet of paper square"
- synonym:
- squarely ,
- square
2. Σε τετράγωνο σχήμα
- "Ένα τετράγωνο κομμάτι χαρτί"
- "Διπλώσαμε το φύλλο του τετραγώνου εγγράφου"
- συνώνυμο:
- τετραγωνικά ,
- τετράγωνο
3. Firmly and solidly
- "Hit the ball squarely"
- "The bat met the ball squarely"
- "Planted his great bulk square before his enemy"
- synonym:
- squarely ,
- square
3. Σταθερά και σταθερά
- "Χτύπησε την μπάλα τετραγωνικά"
- "Το ρόπαλο συνάντησε την μπάλα τετραγωνικά"
- "Φύτεψε το μεγάλο τετράγωνο του μπροστά στον εχθρό του"
- συνώνυμο:
- τετραγωνικά ,
- τετράγωνο