Translation meaning & definition of the word "squadron" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκαντρόν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Squadron
[Στρατιώτησ]/skwɑdrən/
noun
1. A cavalry unit consisting of two or more troops and headquarters and supporting arms
- synonym:
- squadron
1. Μονάδα ιππικού που αποτελείται από δύο ή περισσότερα στρατεύματα και έδρα και υποστηρικτικά όπλα
- συνώνυμο:
- μοίρα
2. An air force unit larger than a flight and smaller than a group
- synonym:
- squadron
2. Μια μονάδα αεροπορίας μεγαλύτερη από μια πτήση και μικρότερη από μια ομάδα
- συνώνυμο:
- μοίρα
3. A naval unit that is detached from the fleet for a particular task
- synonym:
- squadron
3. Μια ναυτική μονάδα που αποσπάται από το στόλο για μια συγκεκριμένη εργασία
- συνώνυμο:
- μοίρα