Translation meaning & definition of the word "squad" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τετράγωνο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Squad
[Συντριβή]/skwɑd/
noun
1. A smallest army unit
- synonym:
- squad
1. Μια μικρότερη μονάδα στρατού
- συνώνυμο:
- ομάδα
2. A cooperative unit (especially in sports)
- synonym:
- team ,
- squad
2. Μια συνεταιριστική μονάδα (ειδικά στον αθλητισμό)
- συνώνυμο:
- ομάδα
3. A small squad of policemen trained to deal with a particular kind of crime
- synonym:
- police squad ,
- squad
3. Μια μικρή ομάδα αστυνομικών εκπαιδεύτηκε για να αντιμετωπίσει ένα συγκεκριμένο είδος εγκλήματος
- συνώνυμο:
- αστυνομική ομάδα ,
- ομάδα
Examples of using
The men who tried to steal the plane have been sentenced to death by firing squad.
Οι άνδρες που προσπάθησαν να κλέψουν το αεροπλάνο καταδικάστηκαν σε θάνατο από εκτελεστικό απόσπασμα.
He was sentenced to death by firing squad.
Καταδικάστηκε σε θάνατο από εκτελεστικό απόσπασμα.