Translation meaning & definition of the word "spy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατάσκοπος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Spy
[Κατάσκοπος]/spaɪ/
noun
1. (military) a secret agent hired by a state to obtain information about its enemies or by a business to obtain industrial secrets from competitors
- synonym:
- spy ,
- undercover agent
1. (στρατιωτικός) ένας μυστικός πράκτορας που προσλαμβάνεται από ένα κράτος για να λάβει πληροφορίες για τους εχθρούς του ή μια επιχείρηση
- συνώνυμο:
- κατάσκοπος ,
- μυστικός πράκτορας
2. A secret watcher
- Someone who secretly watches other people
- "My spies tell me that you had a good time last night"
- synonym:
- spy
2. Ένας μυστικός παρατηρητής
- Κάποιος που παρακολουθεί κρυφά άλλους ανθρώπους
- "Οι κατάσκοποί μου μου λένε ότι πέρασες καλά χθες το βράδυ"
- συνώνυμο:
- κατάσκοπος
verb
1. Catch sight of
- synonym:
- descry ,
- spot ,
- espy ,
- spy
1. Πιάνω θέα
- συνώνυμο:
- καταβροχθίζω ,
- σημείο ,
- εσπε ,
- κατάσκοπος
2. Watch, observe, or inquire secretly
- synonym:
- spy ,
- stag ,
- snoop ,
- sleuth
2. Παρακολουθήστε, παρατηρήστε ή ερευνήστε κρυφά
- συνώνυμο:
- κατάσκοπος ,
- αναβάλλω ,
- αποφύγετε ,
- λήθαργος
3. Catch sight of
- To perceive with the eyes
- "He caught sight of the king's men coming over the ridge"
- synonym:
- spy ,
- sight
3. Πιάνω θέα
- Να αντιλαμβάνεσαι με τα μάτια
- "Είδε τους άνδρες του βασιλιά να έρχονται πάνω από την κορυφογραμμή"
- συνώνυμο:
- κατάσκοπος ,
- θέαμα
4. Secretly collect sensitive or classified information
- Engage in espionage
- "Spy for the russians"
- synonym:
- spy
4. Συλλέξτε κρυφά ευαίσθητες ή ταξινομημένες πληροφορίες
- Εμπλοκή σε κατασκοπεία
- "Κατάσκοπος για τους ρώσους"
- συνώνυμο:
- κατάσκοπος
Examples of using
Her lover is a spy working for the British government.
Ο εραστής της είναι ένας κατάσκοπος που εργάζεται για τη βρετανική κυβέρνηση.
Tom is suspected of being a Russian spy.
Ο Τομ είναι ύποπτος ότι είναι Ρώσος κατάσκοπος.
Tom was a spy.
Ο Τομ ήταν κατάσκοπος.