Translation meaning & definition of the word "spunk" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταφρασμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Spunk
[Αποσπώ]/spəŋk/
noun
1. Material for starting a fire
- synonym:
- kindling ,
- tinder ,
- touchwood ,
- spunk ,
- punk
1. Υλικό για την έναρξη μιας πυρκαγιάς
- συνώνυμο:
- ανάβω ,
- τίντερ ,
- αγγελιοφόρο ,
- αποσπώ ,
- πανκ
2. The courage to carry on
- "He kept fighting on pure spunk"
- "You haven't got the heart for baseball"
- synonym:
- heart ,
- mettle ,
- nerve ,
- spunk
2. Το θάρρος να συνεχίσουμε
- "Συνέχισε να αγωνίζεται σε καθαρά κομμάτια"
- "Δεν έχετε την καρδιά για το μπέιζμπολ"
- συνώνυμο:
- καρδιά ,
- μετρητήσ ,
- νεύρο ,
- αποσπώ