Translation meaning & definition of the word "spry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατασκοπεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Spry
[Κατασκοπεία]/spraɪ/
adjective
1. Moving quickly and lightly
- "Sleek and agile as a gymnast"
- "As nimble as a deer"
- "Nimble fingers"
- "Quick of foot"
- "The old dog was so spry it was halfway up the stairs before we could stop it"
- synonym:
- agile ,
- nimble ,
- quick ,
- spry
1. Κινείται γρήγορα και ελαφρά
- "Μαλακό και ευέλικτο ως γυμναστής"
- "Τόσο ευκίνητος όσο ένα ελάφι"
- "Ευκίνητα δάχτυλα"
- "Κουτί του ποδιού"
- "Το γέρικο σκυλί ήταν τόσο κατσαρόλα, ήταν στα μισά των σκαλοπατιών πριν μπορέσουμε να το σταματήσουμε"
- συνώνυμο:
- ευκίνητοσ ,
- γρήγορος ,
- είδοσ παντελόνι