Translation meaning & definition of the word "sprinkling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψεκασμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sprinkling
[Ψεκασμός]/sprɪŋklɪŋ/
noun
1. A small number (of something) dispersed haphazardly
- "The first scatterings of green"
- "A sprinkling of grey at his temples"
- synonym:
- scattering ,
- sprinkling
1. Ένας μικρός αριθμός ( κάτι) διασκορπίστηκε τυχαία
- "Οι πρώτες διασκορπίσεις του πράσινου"
- "Ένα πασπάλισμα του γκρι στους ναούς του"
- συνώνυμο:
- σκέδαση ,
- ψεκασμός
2. A light shower that falls in some locations and not others nearby
- synonym:
- scattering ,
- sprinkle ,
- sprinkling
2. Ένα ελαφρύ ντους που πέφτει σε ορισμένες τοποθεσίες και όχι σε άλλες κοντά
- συνώνυμο:
- σκέδαση ,
- πασπαλίζω ,
- ψεκασμός
3. The act of sprinkling water in baptism (rare)
- synonym:
- aspersion ,
- sprinkling
3. Η πράξη του ψεκασμού νερού στο βάπτισμα (ρε)
- συνώνυμο:
- ασπεργία ,
- ψεκασμός
4. The act of sprinkling or splashing water
- "Baptized with a sprinkling of holy water"
- "A sparge of warm water over the malt"
- synonym:
- sprinkle ,
- sprinkling ,
- sparge
4. Η πράξη του ψεκασμού ή του πιτσιλίσματος νερού
- "Βάφτισε με ένα πασπάλισμα ιερού νερού"
- "Μια φόρτιση ζεστού νερού πάνω από τη βύνη"
- συνώνυμο:
- πασπαλίζω ,
- ψεκασμός ,
- επαναφορτίζω