Translation meaning & definition of the word "springer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψεκαστήρας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Springer
[Πηδών]/sprɪŋər/
noun
1. The lowest stone in an arch -- from which it springs
- synonym:
- springer ,
- impost
1. Η χαμηλότερη πέτρα σε μια καμάρα - από την οποία πηγάζει
- συνώνυμο:
- ελαστικόσ ,
- απατώ
2. A cow about to give birth
- synonym:
- springer ,
- springing cow
2. Μια αγελάδα που πρόκειται να γεννήσει
- συνώνυμο:
- ελαστικόσ ,
- αγελάδα που πηγάζει
3. A large spaniel with wavy silky coat usually black or liver and white
- synonym:
- springer spaniel ,
- springer
3. Ένα μεγάλο σπανιέλ με κυματιστό μεταξένιο παλτό συνήθως μαύρο ή συκώτι και λευκό
- συνώνυμο:
- σπάνιελ ελατήριο ,
- ελαστικόσ