Translation meaning & definition of the word "sprawl" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανακατέψτε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sprawl
[Καρφώνω]/sprɔl/
noun
1. An aggregation or continuous network of urban communities
- synonym:
- conurbation ,
- urban sprawl ,
- sprawl
1. Συνάθροιση ή συνεχές δίκτυο αστικών κοινοτήτων
- συνώνυμο:
- αυνανισμός ,
- αστική εξάπλωση ,
- εκτόξευση
2. An ungainly posture with arms and legs spread about
- synonym:
- sprawl ,
- sprawling
2. Μια αγενής στάση με τα χέρια και τα πόδια απλώνονται
- συνώνυμο:
- εκτόξευση
verb
1. Sit or lie with one's limbs spread out
- synonym:
- sprawl
1. Καθίστε ή ξαπλώστε με τα άκρα του απλωμένα
- συνώνυμο:
- εκτόξευση
2. Go, come, or spread in a rambling or irregular way
- "Branches straggling out quite far"
- synonym:
- sprawl ,
- straggle
2. Πηγαίνετε, ελάτε ή εξαπλωθείτε με έναν ακανόνιστο ή ακανόνιστο τρόπο
- "Υποκαταστήματα που φτάνουν αρκετά μακριά"
- συνώνυμο:
- εκτόξευση ,
- παραφωνώ