Translation meaning & definition of the word "sprain" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκπομπή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sprain
[Διαστρέφω]/spren/
noun
1. A painful injury to a joint caused by a sudden wrenching of its ligaments
- synonym:
- sprain
1. Ένας επώδυνος τραυματισμός σε μια άρθρωση που προκαλείται από ένα ξαφνικό κλείδωμα των συνδέσμων της
- συνώνυμο:
- διάστρεμμα
verb
1. Twist suddenly so as to sprain
- "Wrench one's ankle"
- "The wrestler twisted his shoulder"
- "The hikers sprained their ankles when they fell"
- "I turned my ankle and couldn't walk for several days"
- synonym:
- twist ,
- sprain ,
- wrench ,
- turn ,
- wrick ,
- rick
1. Στρίψτε ξαφνικά για να διαστραφείτε
- "Γαλλικός αστράγαλος"
- "Ο παλαιστής έστριψε τον ώμο του"
- "Οι πεζοπόροι έσπασαν τους αστραγάλους τους όταν έπεσαν"
- "Γύριζα τον αστράγαλό μου και δεν μπορούσα να περπατήσω για αρκετές μέρες"
- συνώνυμο:
- συστροφή ,
- διάστρεμμα ,
- κλειδί ,
- στρέφω ,
- τραβώ ,
- ρικ