Translation meaning & definition of the word "sporty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σπορ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sporty
[Σπορ]/spɔrti/
adjective
1. Exhibiting or calling for sportsmanship or fair play
- "A clean fight"
- "A sporting solution of the disagreement"
- "Sportsmanlike conduct"
- synonym:
- clean ,
- sporting ,
- sporty ,
- sportsmanlike
1. Εκθέτοντας ή καλώντας για αθλητισμό ή δίκαιο παιχνίδι
- "Καθαρός αγώνας"
- "Αθλητική λύση της διαφωνίας"
- "Αθλητική συμπεριφορά"
- συνώνυμο:
- καθαρός ,
- αθλητικός ,
- σπορ ,
- αθλητικόσ
2. (used especially of clothes) marked by conspicuous display
- synonym:
- flashy ,
- gaudy ,
- jazzy ,
- showy ,
- sporty
2. (χρησιμοποιείται ειδικά για ρούχα) σημειώνεται από εμφανή οθόνη
- συνώνυμο:
- φανταχτερός ,
- τζαζ ,
- επιδεικτικόσ ,
- σπορ
3. Appropriate for sport or engagement in a sport
- synonym:
- sporty
3. Κατάλληλο για αθλητισμό ή εμπλοκή σε άθλημα
- συνώνυμο:
- σπορ