Translation meaning & definition of the word "sportswear" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αθλητικό ενδύματα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sportswear
[Αθλητικά ρούχα]/spɔrtswɛr/
noun
1. Attire worn for sport or for casual wear
- synonym:
- sportswear ,
- athletic wear ,
- activewear
1. Ενδυμασία που φοριέται για τον αθλητισμό ή για την περιστασιακή φθορά
- συνώνυμο:
- αθλητικά ρούχα ,
- αθλητική φθορά ,
- ενεργά ρούχα