Translation meaning & definition of the word "sporadic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σποραδικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sporadic
[Σποραδικόσ]/spərædɪk/
adjective
1. Recurring in scattered and irregular or unpredictable instances
- "A city subjected to sporadic bombing raids"
- synonym:
- sporadic
1. Επαναλαμβανόμενες σε διάσπαρτες και ακανόνιστες ή απρόβλεπτες περιπτώσεις
- "Μια πόλη που υπέστη σποραδικές βομβαρδιστικές επιδρομές"
- συνώνυμο:
- σποραδικόσ