Translation meaning & definition of the word "spooky" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρομακτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Spooky
[Ταραχώδησ]/spuki/
adjective
1. Unpredictably excitable (especially of horses)
- synonym:
- skittish ,
- flighty ,
- spooky ,
- nervous
1. Απρόβλεπτα ευερέθιστο (ειδικά των αλόγων)
- συνώνυμο:
- απατηλόσ ,
- αεροσυνοδός ,
- τρομακτικός ,
- νευρικός
Examples of using
The room seems awfully dark and spooky.
Το δωμάτιο φαίνεται απαίσια σκοτεινό και τρομακτικό.