Translation meaning & definition of the word "spontaneous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αυθόρμητο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Spontaneous
[Αυθόρμητοσ]/spɑnteniəs/
adjective
1. Happening or arising without apparent external cause
- "Spontaneous laughter"
- "Spontaneous combustion"
- "A spontaneous abortion"
- synonym:
- spontaneous ,
- self-generated
1. Εμφάνιση ή προβολή χωρίς εμφανή εξωτερική αιτία
- "Αυθόρμητο γέλιο"
- "Αυθόρμητη καύση"
- "Αυθόρμητη έκτρωση"
- συνώνυμο:
- αυθόρμητος ,
- αυτο-γεννημένος
2. Said or done without having been planned or written in advance
- "He made a few ad-lib remarks"
- synonym:
- ad-lib ,
- spontaneous ,
- unwritten
2. Είπε ή έκανε χωρίς να έχει προγραμματιστεί ή γραφτεί εκ των προτέρων
- "Έκανε μερικές παρατηρήσεις διαφημιστικής επιτροπής"
- συνώνυμο:
- διαφημιστική λίμπη ,
- αυθόρμητος ,
- άγραφοσ