Translation meaning & definition of the word "spongy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σπογγώδης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Spongy
[Σπογγώδησ]/spənʤi/
adjective
1. Easily squashed
- Resembling a sponge in having soft porous texture and compressibility
- "Spongy bread"
- synonym:
- spongy ,
- squashy ,
- squishy ,
- spongelike
1. Εύκολα συνθλίβονται
- Μοιάζει με ένα σφουγγάρι στο να έχει μαλακή πορώδη υφή και συμπιεστότητα
- "Σπογγώδες ψωμί"
- συνώνυμο:
- σπογγώδησ ,
- τραχύσ ,
- τρελόσ
2. Like a sponge in being able to absorb liquids and yield it back when compressed
- synonym:
- spongy ,
- spongelike
2. Όπως ένα σφουγγάρι στο να είναι σε θέση να απορροφήσει τα υγρά και να το αποδώσει πίσω όταν συμπιέζεται
- συνώνυμο:
- σπογγώδησ