Translation meaning & definition of the word "spoiler" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραχαράκτης" στην ελληνική γλώσσα
Spoiler
[Σπόιλερ]noun
1. A candidate with no chance of winning but who may draw enough votes to prevent one of the leading candidates from winning
- synonym:
- spoiler
1. Ένας υποψήφιος χωρίς πιθανότητα νίκης, αλλά που μπορεί να πάρει αρκετές ψήφους για να εμποδίσει έναν από τους κορυφαίους υποψηφίους
- συνώνυμο:
- αλεστήσ
2. Someone who takes spoils or plunder (as in war)
- synonym:
- plunderer ,
- pillager ,
- looter ,
- spoiler ,
- despoiler ,
- raider ,
- freebooter
2. Κάποιος που παίρνει λάφυρα ή λεηλατεί (ας στο βασιλικό
- συνώνυμο:
- λεηλατών ,
- λούτερ ,
- αλεστήσ ,
- αποστροφεύσ ,
- αγωνιστήσ ,
- ελεύθερου μπότερ
3. Someone who pampers or spoils by excessive indulgence
- synonym:
- pamperer ,
- spoiler ,
- coddler ,
- mollycoddler
3. Κάποιος που περιποιείται ή χαλάει από υπερβολική επιείκεια
- συνώνυμο:
- περιπλανώμενοσ ,
- αλεστήσ ,
- παρακινδυνευτήσ ,
- χαϊδεύων
4. An airfoil mounted on the rear of a car to reduce lift at high speeds
- synonym:
- spoiler
4. Μια αεροτομή τοποθετημένη στο πίσω μέρος ενός αυτοκινήτου για να μειώσει τον ανελκυστήρα σε υψηλές ταχύτητες
- συνώνυμο:
- αλεστήσ
5. A hinged airfoil on the upper surface of an aircraft wing that is raised to reduce lift and increase drag
- synonym:
- spoiler
5. Μια αρθρωμένη αεροτομή στην επάνω επιφάνεια μιας πτέρυγας αεροσκάφους που ανυψώνεται για να μειώσει τον ανελκυστήρα και να
- συνώνυμο:
- αλεστήσ