Translation meaning & definition of the word "splurge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σπινθήρας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Splurge
[Συνωστισμόσ]/splərʤ/
noun
1. An ostentatious display (of effort or extravagance etc.)
- synonym:
- splurge
1. Μια επιδεικτική οθόνη ( της προσπάθειας ή της υπερβολής κ.λπ
- συνώνυμο:
- παραμορφώνω
2. Any act of immoderate indulgence
- "An orgy of shopping"
- "An emotional binge"
- "A splurge of spending"
- synonym:
- orgy ,
- binge ,
- splurge
2. Οποιαδήποτε πράξη απερίσκεπτης επιείκειας
- "Ένα όργιο των αγορών"
- "Συναισθηματικό παραμύθι"
- "Ένα πλήθος δαπανών"
- συνώνυμο:
- όργιο ,
- μπίνγκε ,
- παραμορφώνω
verb
1. Indulge oneself
- "I splurged on a new tv"
- synonym:
- splurge ,
- fling
1. Επιδοθώ
- "Βούλιαξα σε μια νέα τηλεόραση"
- συνώνυμο:
- παραμορφώνω ,
- πτερύγιο
2. Be showy or ostentatious
- synonym:
- splurge
2. Να είστε επιδεικτικοί ή επιδεικτικοί
- συνώνυμο:
- παραμορφώνω