Translation meaning & definition of the word "splitter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλέγμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Splitter
[Διαχωριστικό]/splɪtər/
noun
1. A worker who splits fish and removes the backbone
- synonym:
- splitter
1. Ένας εργάτης που χωρίζει ψάρια και αφαιρεί τη ραχοκοκαλιά
- συνώνυμο:
- θραύστησ
2. A taxonomist who classifies organisms into many groups on the basis of relatively minor characteristics
- synonym:
- splitter ,
- divider
2. Ένας ταξινομητής που ταξινομεί τους οργανισμούς σε πολλές ομάδες βάσει σχετικά μικρών χαρακτηριστικών
- συνώνυμο:
- θραύστησ ,
- διαιρέτησ
3. A laborer who splits logs to build split-rail fences
- synonym:
- rail-splitter ,
- splitter
3. Ένας εργάτης που χωρίζει κούτσουρα για να χτίσει περιφράξεις διαχωρισμού-σιδηροτροχιάς
- συνώνυμο:
- σιδηροπρίονο ,
- θραύστησ