Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "split" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διασπορά" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Split

[Σπλιτ]
/splɪt/

noun

1. Extending the legs at right angles to the trunk (one in front and the other in back)

    synonym:
  • split

1. Επεκτείνοντας τα πόδια σε ορθή γωνία με τον κορμό (όνη μπροστά και το άλλο στην πλάτη)

    συνώνυμο:
  • διαίρεση

2. A bottle containing half the usual amount

    synonym:
  • split

2. Ένα μπουκάλι που περιέχει το μισό της συνηθισμένης ποσότητας

    συνώνυμο:
  • διαίρεση

3. A promised or claimed share of loot or money

  • "He demanded his split before they disbanded"
    synonym:
  • split

3. Ένα υποσχεμένο ή διεκδικημένο μερίδιο των λάφυρων ή των χρημάτων

  • "Απαίτησε τη διάσπασή του πριν διαλυθούν"
    συνώνυμο:
  • διαίρεση

4. A lengthwise crack in wood

  • "He inserted the wedge into a split in the log"
    synonym:
  • split

4. Μια κατά μήκος ρωγμή στο ξύλο

  • "Εισήγαγε τη σφήνα σε μια διάσπαση στο αρχείο καταγραφής"
    συνώνυμο:
  • διαίρεση

5. An opening made forcibly as by pulling apart

  • "There was a rip in his pants"
  • "She had snags in her stockings"
    synonym:
  • rip
  • ,
  • rent
  • ,
  • snag
  • ,
  • split
  • ,
  • tear

5. Ένα άνοιγμα που γίνεται βίαια σαν να τραβάει μακριά

  • "Υπήρχε ένας αναθυμιάσεις στο παντελόνι του"
  • "Είχε τσαμπιά στις κάλτσες της"
    συνώνυμο:
  • αντιπαραβάλλω
  • ,
  • ενοικίαση
  • ,
  • παραπονιέμαι
  • ,
  • διαίρεση
  • ,
  • σχίζω

6. An old croatian city on the adriatic sea

    synonym:
  • Split

6. Μια παλιά κροατική πόλη στην αδριατική θάλασσα

    συνώνυμο:
  • Σπλιτ

7. A dessert of sliced fruit and ice cream covered with whipped cream and cherries and nuts

    synonym:
  • split

7. Ένα επιδόρπιο με φέτες φρούτων και παγωτού καλυμμένο με σαντιγί και κεράσια και ξηρούς καρπούς

    συνώνυμο:
  • διαίρεση

8. (tenpin bowling) a divided formation of pins left standing after the first bowl

  • "He was winning until he got a split in the tenth frame"
    synonym:
  • split

8. (τενπίνη μπόουλινγκ) ένας διαιρεμένος σχηματισμός καρφιτσών που αφήνονται να στέκονται μετά το πρώτο μπολ

  • "Κερδίζει μέχρι που πήρε μια διάσπαση στο δέκατο πλαίσιο"
    συνώνυμο:
  • διαίρεση

9. An increase in the number of outstanding shares of a corporation without changing the shareholders' equity

  • "They announced a two-for-one split of the common stock"
    synonym:
  • split
  • ,
  • stock split
  • ,
  • split up

9. Αύξηση του αριθμού των εκκρεμών μετοχών μιας εταιρείας χωρίς αλλαγή των ιδίων κεφαλαίων των μετόχων

  • "Ανακοίνωσαν μια διάσπαση δύο προς ένα από το κοινό απόθεμα"
    συνώνυμο:
  • διαίρεση
  • ,
  • διαίρεση αποθεμάτων
  • ,
  • χωρίζω

10. The act of rending or ripping or splitting something

  • "He gave the envelope a vigorous rip"
    synonym:
  • rent
  • ,
  • rip
  • ,
  • split

10. Η πράξη της απόδοσης ή του σχισίματος ή του διαχωρισμού κάτι

  • "Έδωσε στο φάκελο μια έντονη αντιγραφή"
    συνώνυμο:
  • ενοικίαση
  • ,
  • αντιπαραβάλλω
  • ,
  • διαίρεση

11. Division of a group into opposing factions

  • "Another schism like that and they will wind up in bankruptcy"
    synonym:
  • schism
  • ,
  • split

11. Διαίρεση μιας ομάδας σε αντίθετες φατρίες

  • "Ένα άλλο σχίσμα όπως αυτό και θα καταλήξουν σε πτώχευση"
    συνώνυμο:
  • σχίσμα
  • ,
  • διαίρεση

verb

1. Separate into parts or portions

  • "Divide the cake into three equal parts"
  • "The british carved up the ottoman empire after world war i"
    synonym:
  • divide
  • ,
  • split
  • ,
  • split up
  • ,
  • separate
  • ,
  • dissever
  • ,
  • carve up

1. Χωρίστε σε μέρη ή μερίδες

  • "Διαιρέστε το κέικ σε τρία ίσα μέρη"
  • "Οι βρετανοί εξαπέλυσαν την οθωμανική αυτοκρατορία μετά τον α ́ παγκόσμιο πόλεμο"
    συνώνυμο:
  • διαιρώ
  • ,
  • διαίρεση
  • ,
  • χωρίζω
  • ,
  • χωριστός
  • ,
  • ανατέμνων
  • ,
  • σκαλίζω

2. Separate or cut with a tool, such as a sharp instrument

  • "Cleave the bone"
    synonym:
  • cleave
  • ,
  • split
  • ,
  • rive

2. Χωρίστε ή κόψτε με ένα εργαλείο, όπως ένα αιχμηρό όργανο

  • "Καθαρίστε το κόκαλο"
    συνώνυμο:
  • κλέβω
  • ,
  • διαίρεση
  • ,
  • πριτσίνι

3. Discontinue an association or relation

  • Go different ways
  • "The business partners broke over a tax question"
  • "The couple separated after 25 years of marriage"
  • "My friend and i split up"
    synonym:
  • separate
  • ,
  • part
  • ,
  • split up
  • ,
  • split
  • ,
  • break
  • ,
  • break up

3. Διακόψτε μια σχέση ή μια σχέση

  • Πηγαίνετε με διαφορετικούς τρόπους
  • "Οι επιχειρηματικοί εταίροι έσπασαν για ένα φορολογικό ζήτημα"
  • "Το ζευγάρι χώρισε μετά από 25 χρόνια γάμου"
  • "Ο φίλος μου κι εγώ χωρίσαμε"
    συνώνυμο:
  • χωριστός
  • ,
  • μέρος
  • ,
  • χωρίζω
  • ,
  • διαίρεση
  • ,
  • σπάω
  • ,
  • διαλύω

4. Go one's own way

  • Move apart
  • "The friends separated after the party"
    synonym:
  • separate
  • ,
  • part
  • ,
  • split

4. Πηγαίνετε με τον δικό σας τρόπο

  • Διαχωρίζω
  • "Οι φίλοι χώρισαν μετά το πάρτι"
    συνώνυμο:
  • χωριστός
  • ,
  • μέρος
  • ,
  • διαίρεση

5. Come open suddenly and violently, as if from internal pressure

  • "The bubble burst"
    synonym:
  • burst
  • ,
  • split
  • ,
  • break open

5. Ανοίξτε ξαφνικά και βίαια, σαν από εσωτερική πίεση

  • "Η φούσκα έσκασε"
    συνώνυμο:
  • έκρηξη
  • ,
  • διαίρεση
  • ,
  • ανοίγω

adjective

1. Having been divided

  • Having the unity destroyed
  • "Congress...gave the impression of...a confusing sum of disconnected local forces"-samuel lubell
  • "A league of disunited nations"- e.b.white
  • "A fragmented coalition"
  • "A split group"
    synonym:
  • disconnected
  • ,
  • disunited
  • ,
  • fragmented
  • ,
  • split

1. Έχοντας διχάσει

  • Έχοντας καταστραφεί η ενότητα
  • "Η συγχωνευτική ομάδα έδειξε την εντύπωση ενός συγκεχυμένου αθροίσματος αποσυνδεδεμένων τοπικών δυνάμεων"-σαμουέλ λούμπελ.
  • "Ένα πρωτάθλημα διασυνδεδεμένων εθνών"- ε.β.λευκό
  • "Ένας κατακερματισμένος συνασπισμός"
  • "Μια διαιρεμένη ομάδα"
    συνώνυμο:
  • αποσυνδεδεμένο
  • ,
  • διαχωρισμένοσ
  • ,
  • κατακερματισμένος
  • ,
  • διαίρεση

2. (especially of wood) cut or ripped longitudinally with the grain

  • "We bought split logs for the fireplace"
    synonym:
  • split

2. (ειδικά του ξύλου) κομμένο ή σχισμένο κατά μήκος με το σιτάρι

  • "Αγοράσαμε διασπασμένα κούτσουρα για το τζάκι"
    συνώνυμο:
  • διαίρεση

Examples of using

I'll split it with you fifty-fifty.
Θα το χωρίσω μαζί σου πενήντα πενήντα.
They split the bill evenly.
Διαίρεσαν το λογαριασμό ομοιόμορφα.
Tom hit the ball so hard he split the bat.
Ο Τομ χτύπησε την μπάλα τόσο σκληρά που χώρισε το ρόπαλο.