Translation meaning & definition of the word "splint" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σπλιν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Splint
[Σπλιντ]/splɪnt/
noun
1. A thin sliver of wood
- "He lit the fire with a burning splint"
- synonym:
- splint
1. Μια λεπτή αγκίδα ξύλου
- "Άναψε τη φωτιά με ένα φλεγόμενο νάρθηκα"
- συνώνυμο:
- νάρθηκας
2. An orthopedic mechanical device used to immobilize and protect a part of the body (as a broken leg)
- synonym:
- splint
2. Μια ορθοπεδική μηχανική συσκευή που χρησιμοποιείται για την ακινητοποίηση και την προστασία ενός μέρους του σώματος (α ένα σπασμένο λε)
- συνώνυμο:
- νάρθηκας
verb
1. Support with a splint
- "Splint a broken finger"
- synonym:
- splint
1. Υποστήριξη με ένα νάρθηκα
- "Σπάει ένα σπασμένο δάχτυλο"
- συνώνυμο:
- νάρθηκας