Translation meaning & definition of the word "spleen" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σπλήνα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Spleen
[Σπλήνα]/splin/
noun
1. A large dark-red oval organ on the left side of the body between the stomach and the diaphragm
- Produces cells involved in immune responses
- synonym:
- spleen ,
- lien
1. Ένα μεγάλο σκούρο-κόκκινο οβάλ όργανο στην αριστερή πλευρά του σώματος μεταξύ του στομάχου και του διαφράγματος
- Παράγει κύτταρα που εμπλέκονται σε ανοσολογικές αποκρίσεις
- συνώνυμο:
- σπλήνα ,
- λίεν
2. A feeling of resentful anger
- synonym:
- irascibility ,
- short temper ,
- spleen ,
- quick temper
2. Αίσθηση απελπισμένου θυμού
- συνώνυμο:
- ακαταμάχητο ,
- κοντό ταμπεραμέντο ,
- σπλήνα ,
- γρήγορη ψυχραιμία