Translation meaning & definition of the word "splashing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "συντριβή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Splashing
[Συντρίβω]/splæʃɪŋ/
noun
1. The act of splashing a (liquid) substance on a surface
- synonym:
- spatter ,
- spattering ,
- splash ,
- splashing ,
- splattering
1. Η πράξη της πιτσιλίσματος μιας (λικυδ) ουσίας σε μια επιφάνεια
- συνώνυμο:
- πασαλεία ,
- περιπλανώμαι ,
- παφλασμόσ ,
- πιτσίλισμα ,
- πιτσιλίσματοσ
2. The act of scattering water about haphazardly
- synonym:
- splash ,
- splashing
2. Η πράξη της σκέδασης του νερού για τυχαία
- συνώνυμο:
- παφλασμόσ ,
- πιτσίλισμα