Translation meaning & definition of the word "spiteful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περίεργος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Spiteful
[Κακοτέχνιασ]/spaɪtfəl/
adjective
1. Showing malicious ill will and a desire to hurt
- Motivated by spite
- "A despiteful fiend"
- "A truly spiteful child"
- "A vindictive man will look for occasions for resentment"
- synonym:
- despiteful ,
- spiteful ,
- vindictive
1. Εμφάνιση κακόβουλης κακής βούλησης και επιθυμία να βλάψει
- Παρακινούμενος από παράβαση
- "Παρά τον φιλόδοξο φίλο"
- "Ένα πραγματικά κακό παιδί"
- "Ένας εκδικητικός άνθρωπος θα αναζητήσει περιστάσεις για δυσαρέσκεια"
- συνώνυμο:
- παράφρων ,
- απατηλός ,
- εκδικητικόσ
Examples of using
I am a sick man… I am a spiteful man. I am an unpleasant man. I think my liver is diseased.
Είμαι ένας άρρωστος άνθρωπος.Είμαι ένας μοχθηρός άνθρωπος. Είμαι ένας δυσάρεστος άνθρωπος. Νομίζω ότι το συκώτι μου είναι άρρωστο.