Translation meaning & definition of the word "spite" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πατήστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Spite
[Σπείρω]/spaɪt/
noun
1. Feeling a need to see others suffer
- synonym:
- malice ,
- maliciousness ,
- spite ,
- spitefulness ,
- venom
1. Αίσθημα ανάγκης να βλέπουμε τους άλλους να υποφέρουν
- συνώνυμο:
- κακία ,
- κακόβουλο ,
- παραφράζω ,
- δηλητήριο
2. Malevolence by virtue of being malicious or spiteful or nasty
- synonym:
- cattiness ,
- bitchiness ,
- spite ,
- spitefulness ,
- nastiness
2. Κακία λόγω του ότι είναι κακόβουλο ή κακόβουλο ή δυσάρεστο
- συνώνυμο:
- παιδικότητα ,
- ακαταστασία ,
- παραφράζω ,
- κακία ,
- αναταραχή
verb
1. Hurt the feelings of
- "She hurt me when she did not include me among her guests"
- "This remark really bruised my ego"
- synonym:
- hurt ,
- wound ,
- injure ,
- bruise ,
- offend ,
- spite
1. Πληγώνει τα συναισθήματα του
- "Με πλήγωσε όταν δεν με συμπεριέλαβε μεταξύ των καλεσμένων της"
- "Αυτή η παρατήρηση πραγματικά μελάνιασε το εγώ μου"
- συνώνυμο:
- πληγώνω ,
- πληγή ,
- τραυματίζω ,
- μώλωπεσ ,
- προσβάλλω ,
- παραφράζω
Examples of using
Tom refuses to retire in spite of his age.
Ο Τομ αρνείται να αποσυρθεί παρά την ηλικία του.
He brought me a coffee, in spite of that I'd asked for a tea.
Μου έφερε έναν καφέ, παρόλα αυτά ζήτησα ένα τσάι.
In spite of all his efforts, he failed the exam.
Παρά τις προσπάθειές του, απέτυχε στις εξετάσεις.