Translation meaning & definition of the word "spiritually" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πνευματικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Spiritually
[Πνευματικά]/spɪrɪʧuəli/
adverb
1. In a spiritual manner
- "The ninth century was the spiritually freest period"
- synonym:
- spiritually
1. Με πνευματικό τρόπο
- "Ο ένατος αιώνας ήταν η πιο ελεύθερη πνευματικά περίοδος"
- συνώνυμο:
- πνευματικά