Translation meaning & definition of the word "spirituality" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πνευματικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Spirituality
[Πνευματικότητα]/spɪrɪʧuæləti/
noun
1. Property or income owned by a church
- synonym:
- spiritualty ,
- spirituality ,
- church property
1. Ακίνητα ή έσοδα που ανήκουν σε εκκλησία
- συνώνυμο:
- πνευματικότητα ,
- εκκλησιαστική ιδιοκτησία
2. Concern with things of the spirit
- synonym:
- spirituality ,
- spiritualism ,
- spiritism ,
- otherworldliness
2. Ανησυχία για τα πράγματα του πνεύματος
- συνώνυμο:
- πνευματικότητα ,
- πνευματισμόσ ,
- αλλόκοτο