Translation meaning & definition of the word "spirited" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πνευματικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Spirited
[Πνευματώδησ]/spɪrɪtɪd/
adjective
1. Displaying animation, vigor, or liveliness
- synonym:
- spirited
1. Εμφάνιση κινούμενων σχεδίων, σθένους ή ζωντάνιας
- συνώνυμο:
- πνευματικά
2. Marked by lively action
- "A bouncing gait"
- "Bouncy tunes"
- "The peppy and interesting talk"
- "A spirited dance"
- synonym:
- bouncing ,
- bouncy ,
- peppy ,
- spirited ,
- zippy
2. Χαρακτηρίζεται από ζωντανή δράση
- "Ένα αναπηδώντας βάδισμα"
- "Μελωδίες αναπηδήσεων"
- "Η πικρή και ενδιαφέρουσα συζήτηση"
- "Ένας πνευματικός χορός"
- συνώνυμο:
- αναπηδώ ,
- αναπηδήσ ,
- πιπεράτοσ ,
- πνευματικά ,
- τσιγγούνησ
3. Willing to face danger
- synonym:
- game ,
- gamy ,
- gamey ,
- gritty ,
- mettlesome ,
- spirited ,
- spunky
3. Πρόθυμοι να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο
- συνώνυμο:
- παιχνίδι ,
- γαμημένοσ ,
- παιχνιδιάρησ ,
- τραχύσ ,
- τρυπητόσ ,
- πνευματικά ,
- ανώμαλοσ
4. Made lively or spirited
- "A meal enlivened by the music"
- "A spirited debate"
- synonym:
- enlivened ,
- spirited
4. Έγινε ζωντανό ή πνευματικό
- "Ένα γεύμα που ζωντανεύει η μουσική"
- "Πνευματική συζήτηση"
- συνώνυμο:
- ζωντανεύει ,
- πνευματικά