Translation meaning & definition of the word "spirit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πνεύμα" στην ελληνική γλώσσα
Spirit
[Πνεύμα]noun
1. The vital principle or animating force within living things
- synonym:
- spirit
1. Η ζωτική αρχή ή η κινούμενη δύναμη μέσα στα ζωντανά πράγματα
- συνώνυμο:
- πνεύμα
2. The general atmosphere of a place or situation and the effect that it has on people
- "The feel of the city excited him"
- "A clergyman improved the tone of the meeting"
- "It had the smell of treason"
- synonym:
- spirit ,
- tone ,
- feel ,
- feeling ,
- flavor ,
- flavour ,
- look ,
- smell
2. Η γενική ατμόσφαιρα ενός τόπου ή κατάστασης και η επίδραση που έχει στους ανθρώπους
- "Η αίσθηση της πόλης τον ενθουσίασε"
- "Ένας κληρικός βελτίωσε τον τόνο της συνάντησης"
- "Είχε τη μυρωδιά της προδοσίας"
- συνώνυμο:
- πνεύμα ,
- τόνος ,
- αισθάνομαι ,
- αίσθηση ,
- γεύση ,
- κοίτα ,
- μυρωδιά
3. A fundamental emotional and activating principle determining one's character
- synonym:
- spirit
3. Μια θεμελιώδης συναισθηματική και ενεργοποιητική αρχή που καθορίζει τον χαρακτήρα κάποιου
- συνώνυμο:
- πνεύμα
4. Any incorporeal supernatural being that can become visible (or audible) to human beings
- synonym:
- spirit ,
- disembodied spirit
4. Οποιοδήποτε ασώματο υπερφυσικό ον που μπορεί να γίνει ορατό (ή ακουστικό) στους ανθρώπους
- συνώνυμο:
- πνεύμα ,
- αποσυνδεδεμένο πνεύμα
5. The state of a person's emotions (especially with regard to pleasure or dejection)
- "His emotional state depended on her opinion"
- "He was in good spirits"
- "His spirit rose"
- synonym:
- emotional state ,
- spirit
5. Η κατάσταση των συναισθημάτων ενός ατόμου (ειδικά όσον αφορά την ευχαρίστηση ή την αποστράγγιση
- "Η συναισθηματική της κατάσταση εξαρτάται από τη γνώμη της"
- "Ήταν σε καλά πνεύματα"
- "Το πνεύμα του ανέβηκε"
- συνώνυμο:
- συναισθηματική κατάσταση ,
- πνεύμα
6. The intended meaning of a communication
- synonym:
- intent ,
- purport ,
- spirit
6. Η επιδιωκόμενη έννοια μιας επικοινωνίας
- συνώνυμο:
- πρόθεση ,
- πορτοφόλι ,
- πνεύμα
7. Animation and energy in action or expression
- "It was a heavy play and the actors tried in vain to give life to it"
- synonym:
- liveliness ,
- life ,
- spirit ,
- sprightliness
7. Κινούμενα σχέδια και ενέργεια σε δράση ή έκφραση
- "Ήταν ένα βαρύ παιχνίδι και οι ηθοποιοί προσπάθησαν μάταια να δώσουν ζωή σε αυτό"
- συνώνυμο:
- ζωντάνια ,
- ζωή ,
- πνεύμα ,
- ευφράδεια
8. An inclination or tendency of a certain kind
- "He had a change of heart"
- synonym:
- heart ,
- spirit
8. Μια κλίση ή τάση ενός συγκεκριμένου είδους
- "Είχε αλλαγή καρδιάς"
- συνώνυμο:
- καρδιά ,
- πνεύμα
verb
1. Infuse with spirit
- "The company spirited him up"
- synonym:
- spirit ,
- spirit up ,
- inspirit
1. Εμποτίστε με το πνεύμα
- "Η εταιρεία τον πνίγηκε"
- συνώνυμο:
- πνεύμα ,
- εμπνέω