Translation meaning & definition of the word "spiny" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "πανούργα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Spiny
[Απαλός]/spaɪni/
adjective
1. Having spines
- "The dorsal fin is spinous"
- synonym:
- spinous ,
- spiny
1. Έχοντας αγκάθια
- "Το ραχιαίο πτερύγιο είναι περιστροφικό"
- συνώνυμο:
- περιστροφικόσ ,
- αγκαθωτό
2. Having or covered with protective barbs or quills or spines or thorns or setae etc.
- "A horse with a short bristly mane"
- "Bristly shrubs"
- "Burred fruits"
- "Setaceous whiskers"
- synonym:
- barbed ,
- barbellate ,
- briary ,
- briery ,
- bristled ,
- bristly ,
- burred ,
- burry ,
- prickly ,
- setose ,
- setaceous ,
- spiny ,
- thorny
2. Έχοντας ή καλύπτονται με προστατευτικούς αχυρώνες ή περβάζια ή αγκάθια ή σετ κλπ.
- "Ένα άλογο με μια κοντή τρυφερή χαίτη"
- "Τρομεροί θάμνοι"
- "Φρούτα"
- "Καθορισμένα μουστάκια"
- συνώνυμο:
- αγκαθωτό ,
- βαρβελιανή ,
- μπριαλιστικόσ ,
- τρυπητήρι ,
- ανατριχιάζω ,
- τρομερά ,
- ανατρίχια ,
- ανατρέπω ,
- φραγκοσυκιές ,
- σετόζη ,
- σετοειδήσ ,
- ακανθώδησ