Translation meaning & definition of the word "spinner" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλώστης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Spinner
[Κλώστησ]/spɪnər/
noun
1. Someone who spins (who twists fibers into threads)
- synonym:
- spinner ,
- spinster ,
- thread maker
1. Κάποιος που περιστρέφει (που ανατρέπει ίνες σε νήματα)
- συνώνυμο:
- κλώστησ ,
- περιστροφέασ ,
- κατασκευαστής νημάτων
2. Board game equipment that consists of a dial and an arrow that is spun to determine the next move in the game
- synonym:
- spinner
2. Εξοπλισμός επιτραπέζιου παιχνιδιού που αποτελείται από ένα καντράν και ένα βέλος που είναι για να καθορίσει την επόμενη κίνηση
- συνώνυμο:
- κλώστησ
3. Fisherman's lure
- Revolves when drawn through the water
- synonym:
- spinner
3. Το δέλεαρ του ψαρά
- Περιστρέφεται όταν τραβιέται μέσα από το νερό
- συνώνυμο:
- κλώστησ