Translation meaning & definition of the word "spiller" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πληρωτής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Spiller
[Ψυγείο]/spɪlər/
noun
1. An attacker who sheds or spills blood
- "A great hunter and spiller of blood"
- synonym:
- shedder ,
- spiller
1. Ένας επιτιθέμενος που χύνει ή διαχέει αίμα
- "Ένας μεγάλος κυνηγός και ψυγείο του αίματος"
- συνώνυμο:
- υπόστεγο ,
- ψωλή
2. A long fishing line with many shorter lines and hooks attached to it (usually suspended between buoys)
- synonym:
- trawl ,
- trawl line ,
- spiller ,
- setline ,
- trotline
2. Μια μακριά γραμμή αλιείας με πολλές μικρότερες γραμμές και γάντζους που συνδέονται με αυτό ( συνήθως αναστέλλονται μεταξύ των σημαδιών)
- συνώνυμο:
- τράτα ,
- γραμμή τράτας ,
- ψωλή ,
- σετ ,
- τροτλίνη