Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "spill" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χυθεί" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Spill

[Χύνω]
/spɪl/

noun

1. Liquid that is spilled

  • "Clean up the spills"
    synonym:
  • spill

1. Υγρό που χυθεί

  • "Καθαρίστε τις διαρροές"
    συνώνυμο:
  • χυμός

2. A channel that carries excess water over or around a dam or other obstruction

    synonym:
  • spillway
  • ,
  • spill
  • ,
  • wasteweir

2. Ένα κανάλι που μεταφέρει υπερβολικό νερό πάνω ή γύρω από ένα φράγμα ή άλλη απόφραξη

    συνώνυμο:
  • διαρροή
  • ,
  • χυμός
  • ,
  • αποβλήτων

3. The act of allowing a fluid to escape

    synonym:
  • spill
  • ,
  • spillage
  • ,
  • release

3. Η πράξη του να επιτρέπεται η διαφυγή ενός υγρού

    συνώνυμο:
  • χυμός
  • ,
  • διαρροή
  • ,
  • απελευθέρωση

4. A sudden drop from an upright position

  • "He had a nasty spill on the ice"
    synonym:
  • spill
  • ,
  • tumble
  • ,
  • fall

4. Μια ξαφνική πτώση από μια όρθια θέση

  • "Είχε μια δυσάρεστη διαρροή στον πάγο"
    συνώνυμο:
  • χυμός
  • ,
  • πέφτω

verb

1. Cause or allow (a liquid substance) to run or flow from a container

  • "Spill the milk"
  • "Splatter water"
    synonym:
  • spill
  • ,
  • slop
  • ,
  • splatter

1. Αιτία ή αφήστε την υγρή ουσία (α να τρέξει ή να ρεύσει από ένα δοχείο

  • "Χυθεί το γάλα"
  • "Πιατέλα νερό"
    συνώνυμο:
  • χυμός
  • ,
  • πλημμυρίζω
  • ,
  • πιτσιλίζω

2. Flow, run or fall out and become lost

  • "The milk spilled across the floor"
  • "The wine spilled onto the table"
    synonym:
  • spill
  • ,
  • run out

2. Ροή, τρέξιμο ή πέφτουν έξω και χάνονται

  • "Το γάλα χύνεται στο πάτωμα"
  • "Το κρασί που χύθηκε στο τραπέζι"
    συνώνυμο:
  • χυμός
  • ,
  • τρέχω

3. Cause or allow (a solid substance) to flow or run out or over

  • "Spill the beans all over the table"
    synonym:
  • spill
  • ,
  • shed
  • ,
  • disgorge

3. Αιτία ή επιτρέψτε στη στερεά ουσία ( να ρέει ή να εξαντληθεί ή να εξαντληθεί

  • "Χάνουμε τα φασόλια σε όλο το τραπέζι"
    συνώνυμο:
  • χυμός
  • ,
  • αποβάλλω
  • ,
  • ντροπή

4. Pour out in drops or small quantities or as if in drops or small quantities

  • "Shed tears"
  • "Spill blood"
  • "God shed his grace on thee"
    synonym:
  • spill
  • ,
  • shed
  • ,
  • pour forth

4. Ρίξτε έξω σε σταγόνες ή μικρές ποσότητες ή σαν σε σταγόνες ή μικρές ποσότητες

  • "Χυμένα δάκρυα"
  • "Χύνετε αίμα"
  • "Ο θεός έχυσε τη χάρη του σε σένα"
    συνώνυμο:
  • χυμός
  • ,
  • αποβάλλω
  • ,
  • εκχύω

5. Reveal information

  • "If you don't oblige me, i'll talk!"
  • "The former employee spilled all the details"
    synonym:
  • spill
  • ,
  • talk

5. Αποκαλύψτε πληροφορίες

  • "Αν δεν με υποχρεώσεις, θα μιλήσω!"
  • "Ο πρώην υπάλληλος έχυσε τις λεπτομέρειες"
    συνώνυμο:
  • χυμός
  • ,
  • μιλώ

6. Reduce the pressure of wind on (a sail)

    synonym:
  • spill

6. Μειώστε την πίεση του ανέμου στο (α πανί)

    συνώνυμο:
  • χυμός

Examples of using

Don't spill the beans.
Μην πετάτε τα φασόλια.
She may spill the beans.
Μπορεί να χύσει τα φασόλια.