Translation meaning & definition of the word "spiked" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κλαδεύει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Spiked
[Κτυπώ]/spaɪkt/
adjective
1. Having a long sharp point
- synonym:
- spiked
1. Έχοντας ένα μακρύ αιχμηρό σημείο
- συνώνυμο:
- ανακατώνω