Translation meaning & definition of the word "spiel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σπήλ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Spiel
[Σπίλι]/spil/
noun
1. Plausible glib talk (especially useful to a salesperson)
- synonym:
- spiel ,
- patter ,
- line of gab
1. Εύλογη συζήτηση (ιδιαίτερα χρήσιμη σε έναν πωλητή)
- συνώνυμο:
- σπίλος ,
- πάτερ ,
- γραμμή του γκαμπ
verb
1. Replay (as a melody)
- "Play it again, sam"
- "She played the third movement very beautifully"
- synonym:
- play ,
- spiel
1. Επαναλάβετε (ας μια μελοδυ)
- "Πλεύστε το ξανά, σαμ"
- "Έπαιξε το τρίτο κίνημα πολύ όμορφα"
- συνώνυμο:
- παίζω ,
- σπίλος
2. Speak at great length (about something)
- synonym:
- spiel
2. Μιλήστε σε μεγάλο μήκος (για κάτι)
- συνώνυμο:
- σπίλος