Translation meaning & definition of the word "spiegel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πιπερόριζα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Spiegel
[Σπίγκελ]/spigəl/
noun
1. Pig iron containing manganese
- Used as a deoxidizing agent and to raise the manganese content in making steel
- synonym:
- spiegeleisen ,
- spiegel ,
- spiegel iron
1. Σίδηρος από χοίρο που περιέχει μαγγάνιο
- Χρησιμοποιείται ως αποξειδωτικός παράγοντας και για την αύξηση της περιεκτικότητας σε μαγγάνιο στην παραγωγή χάλυβα
- συνώνυμο:
- πολιορκημένοσ ,
- σπίγκελ ,
- σίδερο από σπόγγουελ