Translation meaning & definition of the word "sphinx" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σφίγγα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sphinx
[Σφίγγα]/sfɪŋks/
noun
1. An inscrutable person who keeps his thoughts and intentions secret
- synonym:
- sphinx
1. Ένα ανεξιχνίαστο άτομο που κρατά τις σκέψεις και τις προθέσεις του μυστικές
- συνώνυμο:
- σφίγγα
2. (greek mythology) a riddling winged monster with a woman's head and breast on a lion's body
- Daughter of typhon
- synonym:
- Sphinx
2. (ελληνική μυθολογία) ένα φτερωτό τέρας με το κεφάλι και το στήθος μιας γυναίκας στο σώμα ενός λιονταριού
- Κόρη του τυφώνα
- συνώνυμο:
- Σφίγγα
3. One of a number of large stone statues with the body of a lion and the head of a man that were built by the ancient egyptians
- synonym:
- sphinx
3. Ένα από τα μεγάλα πέτρινα αγάλματα με το σώμα ενός λιονταριού και το κεφάλι ενός άνδρα που χτίστηκε από τους αρχαίους αιγυπτίους
- συνώνυμο:
- σφίγγα
Examples of using
Jackdaws love my big sphinx of quartz.
Τα τζάκνταου αγαπούν τη μεγάλη μου σφίγγα του χαλαζία.