Translation meaning & definition of the word "sperm" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σπέρμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sperm
[Σπέρμα]/spərm/
noun
1. The male reproductive cell
- The male gamete
- "A sperm is mostly a nucleus surrounded by little other cellular material"
- synonym:
- sperm ,
- sperm cell ,
- spermatozoon ,
- spermatozoan
1. Το αρσενικό αναπαραγωγικό κύτταρο
- Η αρσενική γαμέτα
- "Ένα σπέρμα είναι κυρίως ένας πυρήνας που περιβάλλεται από λίγο άλλο κυτταρικό υλικό"
- συνώνυμο:
- σπέρμα ,
- κύτταρο σπέρματος ,
- σπερματοζωάριο